ἀντιβολῶ

ἀντιβολῶ
ἀντιβολέω
meet
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀντιβολέω
meet
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιβολώ — ἀντιβολῶ ( έω) (AM) παρακαλώ, ικετεύω αρχ. 1. συναντώ κάποιον στη μάχη 2. είμαι παρών σε κάτι 3. λαμβάνω μέρος σε κάτι 4. (για πράγμα) πέφτω στον κλήρο κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + βολέω < βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αντιβολία — ἀντιβολία, η (Α) [αντιβολώ]. δέηση, ικεσία …   Dictionary of Greek

  • καταντιβολώ — καταντιβολῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιβολῶ «συναντώ ως ικέτης»] …   Dictionary of Greek

  • κατονίναμαι — (Α) λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι , ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσαντιβολώ — έω, Α ικετεύω κάποιον ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντιβολῶ «παρακαλώ, ικετεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”